δεύω

δεύω
(I)
δεύω (Α)
1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς»)
2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι»)
3. αλείφω
4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ' ἔδευσα» — τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεσή της με το διαίνω* παραμένει αναπόδεικτη. Από το θ. δευσ- τού δεύσαι, αόρ. τού δεύω, με συνδετικό φωνήεν -ο- προήλθε μια σειρά σύνθετων λέξεων τής τεχνικής ορολογίας (πρβλ. δευ-σο-ποιός δευσο-ρούσιος)].
————————
(II)
δεύω (Α)
1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνω, έχω έλλειψη, χρειάζομαι («ἐδεύησεν δ' οἰήϊον ἄκραν ἱκέσθαι» — απέτυχε, δεν κατάφερε να τό φθάσει)
2. απρόσ. δεύει
δει*
3. αισθάνομαι την έλλειψη, την απώλεια κάποιου, μού λείπει κάτι (α. «τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονός... θυριοῡ δευομένους» — στερημένους τής ζωής
β. «χερὶ δευομένη βάκτρον» — που χρειάζεται, έχει ανάγκη ένα ραβδί
4. είμαι ελλιπής σε κάτι («μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύετο»)
5. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι («οὔ τευ δευόμενον, οὐτ' ἄρ φρένας οὔτε τι εἶδος»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεύω — δέω 2 lack pres subj act 1st sg (aeolic) δέω 2 lack pres ind act 1st sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῦσον — δεύω 1 wet aor imperat act 2nd sg δεύω 1 wet fut part act masc voc sg δεύω 1 wet fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευήσεαι — δεύω 2 miss aor subj mid 2nd sg (epic) δεύω 2 miss fut ind mid 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύσαντα — δεύω 1 wet aor part act neut nom/voc/acc pl δεύω 1 wet aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύσετε — δεύω 1 wet aor subj act 2nd pl (epic) δεύω 1 wet fut ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευήσεσθαι — δεύω 2 miss fut inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῦεν — δεύω 1 wet imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύσαντας — δεύω 1 wet aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύσαντες — δεύω 1 wet aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύσαντος — δεύω 1 wet aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”